- σφαγιασθῶ
- σφαγιάζομαιslay a victimaor subj pass 1st sg (attic epic doric)σφαγιάζωslay a victimaor subj pass 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθελοσφαγούμαι — ἐθελοσφαγοῡμαι ( έομαι) (Μ) προσφέρομαι να σφαγιασθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλω + θ. σφαγ (εσφάγην σφάζω)] … Dictionary of Greek